στυπτηρίας

στυπτηρίας
στυπτηρίᾱς , στυπτήριος
treated with alum
fem acc pl
στυπτηρίᾱς , στυπτήριος
treated with alum
fem gen sg (attic doric aeolic)
στυπτηρίᾱς , στυπτηρία
astringent substances
fem acc pl (ionic)
στυπτηρίᾱς , στυπτηρία
astringent substances
fem gen sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… …   Dictionary of Greek

  • αλούτα — ἁλοῡτα, η (Μ) «τό από στυπτηρίας δέρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατιν. aluta «δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • καρμίνι — το βαθυκόκκινο χρώμα που λαμβάνεται με βρασμό αφεψήματος κοχενίχλης και στυπτηρίας και χρησιμοποιείται στη βαφική, τη ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και τη ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carmin] …   Dictionary of Greek

  • πλακίτης — και δωρ. τ. πλακίτας, ὁ, θηλ. πλακῑτις, ιδος Α 1. φρ. «πλακίτας ἄρτος» είδος πλακούντα, πίτας 2. το θηλ. α) είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών, καδμεία* β) είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ… …   Dictionary of Greek

  • πλινθίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος. + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κεραμ ίτις), πιθ. λόγω τού σχήματός της] …   Dictionary of Greek

  • στυπτηρίζουσα — Α υγρό διάλυμα για πλύση τής στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. ενός αμάρτυρου ρ. *στυπτηρίζω (< στυπτηρία*)] …   Dictionary of Greek

  • τριχίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος στυπτηρίας που ονομάζεται έτσι επειδή αποτελείται από τριχοειδείς ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (βλ. λ. ίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • φόριμος — ίμη, ον, θηλ. και ος, ΜΑ το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη είδος στυπτηρίας αρχ. 1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός 2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + κατάλ. ιμος (πρβλ. γόν ιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”