βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… … Dictionary of Greek
αλούτα — ἁλοῡτα, η (Μ) «τό από στυπτηρίας δέρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατιν. aluta «δέρμα»] … Dictionary of Greek
καρμίνι — το βαθυκόκκινο χρώμα που λαμβάνεται με βρασμό αφεψήματος κοχενίχλης και στυπτηρίας και χρησιμοποιείται στη βαφική, τη ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και τη ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carmin] … Dictionary of Greek
πλακίτης — και δωρ. τ. πλακίτας, ὁ, θηλ. πλακῑτις, ιδος Α 1. φρ. «πλακίτας ἄρτος» είδος πλακούντα, πίτας 2. το θηλ. α) είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών, καδμεία* β) είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ… … Dictionary of Greek
πλινθίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος. + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κεραμ ίτις), πιθ. λόγω τού σχήματός της] … Dictionary of Greek
στυπτηρίζουσα — Α υγρό διάλυμα για πλύση τής στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. ενός αμάρτυρου ρ. *στυπτηρίζω (< στυπτηρία*)] … Dictionary of Greek
τριχίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος στυπτηρίας που ονομάζεται έτσι επειδή αποτελείται από τριχοειδείς ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (βλ. λ. ίτιδα)] … Dictionary of Greek
φόριμος — ίμη, ον, θηλ. και ος, ΜΑ το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη είδος στυπτηρίας αρχ. 1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός 2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + κατάλ. ιμος (πρβλ. γόν ιμος)] … Dictionary of Greek